ΑΕΙ- ΤΕΙ: Η επίθεση, τα αδιέξοδα και η οργάνωση της πάλης μας


Τις τελευταίες δεκαετίες διεξάγεται μια ολομέτωπη επίθεση από την πλευρά του ξένου και του ντόπιου κεφαλαίου στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα. Μια επίθεση, η οποία κλιμακώνεται στο πλαίσιο μιας βαθιάς δομικής κρίσης του καπιταλιστικού- ιμπεριαλιστικού συστήματος με το σύνολο των αντιθέσεων του να οξύνονται. Η αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζεται, επιβάλλει μαζικά τη φτώχεια, την ανεργία και την εξαθλίωση με στόχο το φόρτωμα αυτής της κρίσης στις πλάτες των καταπιεσμένων. Απόρροια αυτής της επίθεσης ήταν η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού της χώρας με πρόσφατη συνέπεια την ανάδειξη στην κυβερνητική εξουσία των ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Παρότι ο πρώτος δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί ακόμη ένα καθαρά αστικό κόμμα, γινόμαστε μάρτυρες μιας συνεχούς πολιτικής μετατόπισης του και εναρμόνισης του στις επιταγές του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας άρχουσας τάξης.


Στην εκλογή αυτή είχε εναποθέσει μεγάλη μερίδα του λαού τις ελπίδες του για την ανακοπή της επίθεσης και την εφαρμογή μιας «πιο φιλολαϊκής» πολιτικής. Ωστόσο φαίνεται όλο και περισσότερο ότι οι ελπίδες αυτές δεν ήταν παρά μία αυταπάτη και ότι η επίθεση συνεχίζεται αμείωτα, όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο με τη λεγόμενη “διαπραγμάτευση”.

Όπως ήταν αναμενόμενο η αντιλαϊκή πολιτική δε θα μπορούσε να απουσιάζει από τα πανεπιστήμια, εφόσον αποτελούν βασικό ιδεολογικό μηχανισμό του συστήματος και μέσο για την στελέχωση της παραγωγής του στις εκάστοτε συνθήκες. Παρά, λοιπόν, τις όποιες προεκλογικές και μετεκλογικές εξαγγελίες για άρση της επίθεσης στα ΑΕΙ- ΤΕΙ η βασική κατεύθυνση του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου παραμένουν ίδιες: η ένταση των ταξικών φραγμών και η οικοδόμηση σχολών για λίγους και εκλεκτούς στα πρότυπα της Μπολόνια, προκειμένου να συμβαδίσουν με τις νέες εργασιακές συνθήκες. Την κατεύθυνση αυτή έρχεται να εξυπηρετήσει η περαιτέρω εφαρμογή του νόμου- πλαίσιο, αλλά και το νέο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας.

Ένα προηγούμενο διάστημα, οι διαγραφές, δηλαδή ο μαζικός αποκλεισμός των φοιτητών από φτωχά και λαϊκά στρώματα από την ανώτερη εκπαίδευση, αποτέλεσαν αιχμή της επίθεσης. Η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ επιδίωξε να επιβάλλει το μέτρο αυτό και να νομιμοποιήσει τα όρια σπουδών μέσω ενός διαχωρισμού των φοιτητών σε ενεργούς- ανενεργούς και αιώνιους και μη. Από την ανάδειξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μέχρι σήμερα, εμφανίστηκαν πολλές και αντιφατικές προσεγγίσεις στο αιχμηρό αυτό θέμα. Αρχικά, είχε ανακοινωθεί πως η αποδοχή των υπό διαγραφή φοιτητών θα γίνεται έπειτα από συνεντέυξεις, όπου θα δηλώνεται η επιθυμία συνέχισης των σπουδών, χωρίς να προσδιορίζεται το χρονικό πλαίσιο περάτωσης και με ποια κριτήρια θα γίνεται αυτή αποδεκτή. Εν συνεχεία, στις πρώτες δημοσιεύσεις σχετικά με το νέο πολυνομοσχέδιο οι διαγραφές εμφανίζονταν σε ισχύ εξαιρώντας μόνο τους εργαζόμενους φοιτητές(!), ενώ στις τελικές διατάξεις του πολυνομοσχεδίου δεν ορίζονται όρια σπουδών. Είναι γεγονός ότι εδώ και χρόνια η πάλη των φοιτητών έχει δημιουργήσει δεδομένα και πιέσεις γύρω από το ζήτημα των διαγραφών, το οποίο μένει να το δούμε με προσοχή και στην εξέλιξη του.

Το άσυλο- αγκάθι για το σύστημα- και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες χτυπιούνται ολοένα και περισσότερο, στο πλαίσιο της συνεχούς όξυνσης της φασιστικοποίησης της δημόσιας και πολιτικής ζωής. Το νέο πολυνομοσχέδιο αναγνωρίζει «το ακαδημαϊκό ασυλο», όπως το αναφέρει, σε μία διατύπωση παρμένη απευθείας από το νόμο Γιαννάκου-Κουτσίκου (2007), προκειμένου να αποκρύψει την υπόσταση του ως λαϊκό δικαίωμα, διατηρώντας όμως τις προβλέψεις του νομου Διαμαντοπούλου για την άρση του. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση προχωρά σε καταπατήσεις ασύλου (όπως στην κατάληψη της πρυτανείας) και καθημερινά επιδιώκεται, με μια ακατάσχετη λασπολογία και από τα ΜΜΕ, η πολιτική απονομιμοποίησή του στη συνείδηση των λαϊκών μαζών.

Στενά συνδεδεμένο με το χτύπημα των συνδικαλιστικών ελευθεριών, είναι και το ζήτημα της εντατικοποίησης σε μια συγκυρία κατάργησης των δωρεάν παροχών. Οι φοιτητές καλούνται να σπουδάσουν σε ιδιαίτερα απαιτητικούς ρυθμούς με την καθηγητική αυθαιρεσία ταυτόχρονα να οργιάζει (αλυσίδες στα μαθήματα, τεστάκια, προαπαιτούμενα), γεγονός που οδηγεί στον αποκλεισμό όσων εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους, αλλά και στην πειθάρχηση στα πανεπιστήμια, που θα εκφραστεί και στην μελλοντική τους εργασία. Άξιο αναφοράς είναι και το σχέδιο Αθηνά Β' «με την ευγενική χορηγία» της νέας συγκυβέρνησης που ευελπιστεί να προχωρήσει ένα βήμα παρακάτω αυτό που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση με το πρώτο σχέδιο “Αθηνά”, πετώντας ακόμα περισσότερους φοιτητές από την εκπαιδευτική διαδικασία. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και το νέο πολυνομοσχέδιο που αποκλείει περαιτέρω μερίδες φοιτητών από το δικαίωμα μεταγγραφής, κάτι που επιδίωκε και η προηγούμενη κυβέρνηση.

Και μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο θα περίμενε κανείς να υπάρχουν μαζικά ξεσπάσματα τόσο μέσα όσο και έξω από τις σχολές. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Το κίνημα μετά τα έντονα ξεσπάσματα του δίχρονου '10-'12 αδράνησε σημαντικά. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε σε αυτό η εκλογική αναμονή και οι εκλογικές αυταπάτες στο πρόσωπο του "σωτήριου" ΣΥΡΙΖΑ. Η όλη εκλογολαγνεία, οι εξαγγελίες για ψίχουλα σε συνδυασμό με τις λογικές που επικράτησαν για μείωση των προσδοκιών του λαού (λογική του μικρότερο κακού, κινητοποιήσεις στήριξης της “διαπραγμάτευσης” της κυβέρνησης), τον εγκλώβισαν στην αναμονή, οδηγώντας τον στην ανάθεση των προβλημάτων του στην κοινοβουλευτική σκακιέρα, δηλαδή εκεί που μόνο τα συμφέροντά του δεν μπορούν να διαφυλαχτούν.

Αυτό το “μούδιασμα” των μαζών δε θα μπορούσε να μην έχει την αντανάκλαση του στους πανεπιστημιακούς χώρους, όχι με ένα τρόπο γραμμικό αλλά με διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις. Η εκλογική αναμονή έπαιξε όντως ουσιαστικό ρόλο, όμως δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας. Ο φοιτητικός κόσμος από τον αγώνα του κόντρα στο νόμο πλαίσιο και μετά, αδράνησε σημαντικά έχοντας μονάχα κάποια αποσπασματικά ξεσπάσματα, μη μπορώντας να οργανώσει την πάλη του επαρκώς. Οι λογικές ανάθεσης και υποτίμησης των συλλογικών διαδικασιών (βλέπε άμαζες γενικές συνελεύσεις), η πολιτική της ήττας και συνδιαλλαγής των κυρίαρχων δυνάμεων μέσα στους συλλόγους, η λογική του ατομικού δρόμου, αλλά και η ίδια η επίθεση μέσα στις σχολές ήταν καταλυτική για αυτό που αντικρίζουμε σήμερα.

Είναι σημαντικό ωστόσο, να διακρίνουμε μέσα σ' αυτό το μη κινηματικό σκηνικό την δυναμική μιας τέτοιας συγκυρίας. Η επίθεση που διεξάγεται όλο αυτό το διάστημα έχει ως αποτέλεσμα την συσσώρευση της οργής των νεολαίων. Παρότι αυτό δεν αποτυπώνεται σε οργανωμένη αντίδραση, μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την περίοδο "γόνιμη" ως προς την δυναμική που έχει για την ανάπτυξη μαζικών κινημάτων αντίστασης και διεκδίκησης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσο η επίθεση στα λαϊκά στρώματα συνεχίζεται και εντείνεται, η οργή του λαού θα παίρνει όλο και πιο εκρηκτικά χαρακτηριστικά. Στόχος θα πρέπει να αποτελέσει η διοχέτευση αυτής της οργής στους ταξικούς αγώνες.

Για να υλοποιηθεί όμως ο στόχος αυτός πρέπει να απεγκλωβιστεί το κίνημα, και ιδιαίτερα μέσα στις σχολές, από στρεβλές λογικές που τίθενται από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις. Αρχικά είναι σημαντικό να δούμε τον ρόλο των συστημικών παρατάξεων της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και ΠΑΣΠ. Αυτές οι δυνάμεις είναι οι εκφραστές της επερχόμενης αντιλαϊκής πολιτικής μέσα στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Οι δυνάμεις των ΔΑΠ και ΠΑΣΠ είναι αυτές που έχουν επιβάλλει μέσω της παντοκρατορίας τους στην πλειονότητα των συλλόγων τον ατομικό δρόμο, την ανταγωνιστικότητα και συντεχνιακές λογικές. Έχουν επίσης συμβάλλει στην αναπαραγωγή αντιδραστικών απόψεων, στην απαξίωση των συλλογικών οργάνων και στην αποπολιτικοποίηση. Όντας και δυνάμεις που συμπλέκονται με το εγχώριο πολιτικό σύστημα, δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη για το ρόλο που θα διατελούν πάντα όσο υπάρχουν και παρεμβαίνουν στις σχολές. 

Αντίστοιχο ρόλο θα κληθεί να παίξει και η ΑΡΕΝ αργά ή γρήγορα ανάλογα βέβαια και με το ρυθμό ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή τη φάση αποτελεί την κυβερνητική παράταξη μέσα στις σχολές, που έρχεται ακριβώς ως τέτοια να νομιμοποίησει την κυβερνητική πολιτική στις φοιτητικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα είναι φανερό πως αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο χαρακτήρα που της προσδίδει η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και στη θέση της που θέλει με έναν τρόπο να διατηρήσει στο κίνημα.

Παράλληλα οι κυρίαρχες δυνάμεις της αριστεράς, η ΕΑΑΚ και η ΚΝΕ/ΜΑΣ έχουν καίρια ευθύνη για την αποσυγκρότηση των συλλόγων. Η ανάλυση της ΚΝΕ σχετικά με τα προβλήματα των ΑΕΙ-ΤΕΙ και τους τρόπους επίλυσής αυτών χαρακτηρίζεται από οικονομισμό με αιτήματα όπως «αύξηση της χρηματοδότησης για την παιδεία», αφού αποφεύγει την αναμέτρηση, κάτι το οποίο φάνηκε και με τη στάση της απέναντι στο ζήτημα των διαγραφών. Επιπλέον αντιμετωπίζει τους συλλόγους σαν τσιφλίκι της ιδιαίτερα σε τμήματα που έχει μεγάλη δύναμη. Η τοποθέτηση των δυνάμεων της ΕΑΑΚ από την άλλη, αναδεικνύει το γεγονός ότι παρ' όλη την επαναστατική φρασεολογία που χρησιμοποιούν, είναι εγκλωβισμένες στο να λειτουργούν ως «αριστερές πιέσεις της κυβέρνησης». Καλλιεργούν περαιτέρω αυταπάτες στους σπουδαστές, εγκλωβίζοντας την πάλη της νεολαίας στον αέναο κύκλο ανατροπών κυβερνήσεων και σε κοινοβουλευτικούς τακτικισμούς για την «πολυπόθητη» διαγραφή του χρέους. Βασική προβληματική πέραν όλων των εικονικών δράσεων των δύο αυτών δυνάμεων εντοπίζεται και στον τρόπο διεκδίκησης. Η "μαχητική-διεκδικητική" συνδιαλλαγή με υπουργούς δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να ζημιώνει το κίνημα καθώς, δεν μπορεί να υπάρχει αξιωματικά άξονας σύγκλισης των δύο ταξικών αντιμαχόμενων πλευρών.

Τέλος, αξιοσημείωτη είναι και η στάση του Α/Α χώρου και των διάφορων αυτόνομων σχημάτων στα ΑΕΙ- ΤΕΙ, ο οποίος τρέφει ίσως τις περισσότερες αυταπάτες για την κυβέρνηση, παίζοντας συνεχώς με τη φωτιά και προσπαθώντας να διαπιστώσει τα όρια ανοχής της. Οι κινήσεις του είναι σημαντικό να τονιστεί ότι απειλούν όποια πολιτική νομιμοποίηση έχει διατηρηθεί γύρω από το άσυλο, αφού δρουν έξω από τη νομιμοποίηση των συλλογικών οργάνων και "δίνουν πάτημα" στο σύστημα για όξυνση της φασιστικοποίησης.

Τι χρειάζεται όμως εν τέλει για να ξαναβγούν οι μάζες στο προσκήνιο; Και με τις νέες συνθήκες είναι πολύ σημαντική η ανάδειξη της κατεύθυνσης της αντίστασης και της πάλης στο σήμερα. Για να δοθεί ωστόσο μια τέτοια κατεύθυνση, έτσι ώστε να μπορέσει ο κάθε βαλλόμενος φοιτητής σήμερα να αντιληφθεί ποιος πραγματικά ευθύνεται για τα δεινά του και να διεκδικήσει τα δικαιώματα του, είναι απαραίτητο το σπάσιμο της αναμονής και των αυταπατών που έχουν καλλιεργηθεί γύρω από το πρόσωπο της νέας κυβέρνησης, γεγονός που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τα συλλογικά όργανα πάλης και τη συνεχή πολιτική ζύμωση. Επομένως ουσιαστικό καθήκον της περιόδου είναι να μαζικοποιηθούν οι σύλλογοι και οι συνελεύσεις τους και να σπάσουν έτσι και οι λογικές ανάθεσης.

Ταυτόχρονα είναι αναγκαίο μέσα στους συλλόγους η πάλη, που θα διεξαχθεί σε κάθε επίπεδο μέσα στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, να έρχεται σε σύγκρουση με κάθε αιχμή επίθεσης που ανοίγει το σύστημα, γιατί πολύ απλά το επόμενο διάστημα η επίθεση αυτή θα συνεχιστεί. Είναι επομένως καθήκον της περιόδου η οικοδόμηση αγώνα ενάντια στις διαγραφές φοιτητών και σε κάθε όριο σπουδών, υπεράσπισης των συνδικαλιστικών ελευθεριών και του ασύλου, σαν τις σημαντικότερες κατακτήσεις για την οργάνωση των φοιτητών, αγώνας υπεράσπισης των δωρεάν παροχών και κόντρα στο σχέδιο Αθηνά Β' και κάθε λογής αξιολόγηση. Μακριά από συντεχνιακές λογικές το φοιτητικό κίνημα είναι απαραίτητο να συνδεθεί με τα υπόλοιπα αγωνιζόμενα κομμάτια του λαού ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική που επιβάλλει το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο.

Αυτή ακριβώς η κατεύθυνση θα πρέπει να στηριχθεί και στις επερχόμενες φοιτητικές εκλογές ως ένα πεδίο αποτύπωσης κινηματικών συσχετισμών, ανάδειξης πολιτικών απόψεων και φυσικά οργάνωσης των φοιτητικών συλλόγων. Σε μια διαδικασία που πραγματοποιείται από τους φοιτητές για τους φοιτητές και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Τέλος σε αυτές τις εκλογές δε χωράνε λογικές υποχώρησης, αδράνειας και αναγωγής της πάλης στη συνδιαλλαγή με το σύστημα. Για αυτό και είναι ουσιαστικό ζήτημα η ανάδειξη του αντιδραστικού χαρακτήρα των οργάνων συνδιοίκησης, όπου πολλές δυνάμεις στα πανεπιστήμια, τόσο οι κυβερνητικές όσο και λοιποί παρατρεχάμενοι, καλούν τους φοιτητές να συμμετέχουν, στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση που επιβάλλει το υπουργείο παιδείας με το νέο πολυνομοσχέδιο. Γιατί οι φοιτητές δε θα πρέπει να κάθονται στο τραπέζι του “διαλόγου” με τις δυνάμεις του συστήματος, μιας και αυτός ο “διάλογος” στήθηκε για να υποβαθμίσουν την πραγματική δύναμη του φοιτητόκοσμου: την ίδια του την πάλη για δικαιώματα, για σπουδές- δουλειά- ελευθερίες.

Έναυσμα, τεύχος 43

Σχόλια